ᾠδή

ᾠδή
ᾠδή, , [var] contr. for ἀοιδή,
A song, lay, ode, h.Ap.20, h.Cer.494; in Trag. (exc. that A. uses only ἀοιδή (q. v.)), of dirges,

πολλὰς θρήνων ᾠδάς S.El.88

(anap.);

ὀξυτόνους ᾠ. θρηνήσει Id.Aj.631

(lyr.);

ᾠδὰ ἐπικήδειος E.Tr.514

(lyr.); but also of joyful songs, songs of praise,

καλλίνικος Id.El.865

(lyr.);

ἴακχος Id.Cyc.69

(lyr.);

λύπας πολυχόρδοις ᾠ. παύειν Id.Med.197

(anap.);

ᾠδὰς ὑστέροισι θήσετε Id.Supp.1225

;

χαίροντες ᾠδῆς . . μέλεσιν Ar.Ra.244

(lyr.);

ὑμεναίοις καὶ νυμφιδίοισι δέχεσθ' ᾠ. Id.Av.1729

(lyr.): freq. in Pl.,

ᾠ. κιθαρῳδική Lg.722d

;

κιθαρίζειν πρὸς τὴν ᾠ. Alc.1.108a

; ᾠδαὶ καὶ ἡ ἄλλη ποίησις lyric poetry and . . , Phdr.245a;

ἐν ταῖς ᾠδαῖς καὶ μέλεσιν R.399c

, cf. 398c; opp. λέξις, Lg.816d; ἐν ᾠδαῖς καὶ μύθοις καὶ λόγοις ib.664a; of poems such as those of Stesichorus on Helen, Isoc.10.64; of the various songs associated with particular employments or conditions, Clearch.37, cf. Eust.1164.10, 1236.60.
2 = ἐπῳδός, magic song, spell, Longus 2.7.
3 meton. for

χορδή, Τέρπανδρος . . δέκα ζεῦξε Μοῦσαν ἐν ᾠδαῖς Tim.Pers.238

.
II singing, Plu.Crass.33, etc.; of birds, Arist.HA613b24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ωδή — Είδος της ελληνικής, της λατινικής και της νεότερης λυρικής ποίησης. Στην αρχή, όπως δείχνει και η ετυμολογία της λέξης (από το ρήμα άδω), επρόκειτο για ποίημα που το τραγουδούσαν με συνοδεία λύρας. Με διάφορα μέτρα και ποικίλο περιεχόμενο, η… …   Dictionary of Greek

  • -ώδη — Ν επίθημα πληθυντικού αριθμού, που απαντά σε επιστημονικούς όρους τής Νέας Ελληνικής και δηλώνει ταξινομικές ομάδες φυτών ανώτερες τής οικογένειας (πρβλ. αμαρυλλιδ ώδη, μυρτ ώδη, ροδ ώδη, ψιλοφυτ ώδη). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική τού νεολατ.… …   Dictionary of Greek

  • ᾠδῇ — ἀοιδή song fem dat sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδή — ἀοιδή song fem nom/voc sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωδή — η 1. λυρικό άσμα, τραγούδι: Διαβάζει τις ωδές του Οράτιου. 2. σύστημα τροπαρίων της ορθόδοξης εκκλησίας που έχουν τον ίδιο ρυθμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὥδη — ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd sg (doric) ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδῆ — ἀϊδῆ , ἀιδής unseen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀϊδῆ , ἀιδής unseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀϊδῆ , ἀιδής unseen masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾤδη — οἰδάω swell imperf ind act 3rd sg (doric) οἰδάω swell imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) οἰδέω swell imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαγινελ(λ)ώδη — τα, Ν βοτ. τάξη φυτών με μοναδικό αρτίγονο και χαρακτηριστικό γένος την σελαγινέλ(λ)α. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. selaginellales (βλ. σελαγινέλ[λ]α)] …   Dictionary of Greek

  • ODE — Graece Ὠδὴ, titulus librorum Horatii, cui a canendo nomen. Scaliger Poetices. l. 1. c. 44. Proxima heroica maiestati Lyrica nobilitas; ut illa a cantu Rhapsodia et Epos: ita haec Ode, et μέλος et μολπὴ. Neque enim ea sine cantu atque lyra… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παλινωδώ — (Α παλινῳδώ έω) ανακαλώ όσα είπα προηγουμένως αρχ. 1. ψάλλω ωδή αντίθετη με την προηγούμενη 2. επαναλαμβάνω ωδή 3. (γενικά) επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῳδῶ (< ῳδός < ὠδή), πρβλ. κιθαρ ωδώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”